- γυμνοδάκτυλα
- τα(ζωολ.), ζώα χωρίς μεμβράνη γύρω από τα δάχτυλα των ποδιών τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.